προδοτικῶς

προδοτικῶς
προδοτικός
traitorous
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • προδοτικός — ή, ό / προδοτικός, ή, όν, ΝΜΑ [προδότης] αυτός που αναφέρεται ή αρμόζει ή ανήκει στον προδότη ή στην προδοσία αρχ. φρ. α) «προδοτικαὶ συνθῆκαι» ύπουλες, επίβουλες συνθήκες β) «τὸ προδοτικὸν χρυσίον» τα αργύρια τής προδοσίας, η αμοιβή τού προδότη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”